ρήγμα

ρήγμα
Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική προέλευση, προκαλούν απότομη διακοπή των στρωμάτων των πετρωμάτων και φέρνουν σε επαφή στρώματα διαφορετικής ηλικίας και σύστασης. «Επίπεδο ρ.», είναι η επιφάνεια κατά μήκος της ο ποίας διαπιστώνεται η μετακίνηση· «στέγη του ρ.» ονομάζεται η μάζα που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο του Ρ., ενώ «τοίχωμα του ρ.» ονομάζεται η μάζα που βρίσκεται κάτω από αυτό· «χείλη του ρ.» λέγονται τα άκρα των στρωμάτων που διακόπτονται απότομα. Τα ρ. ονομάζονται κατακόρυφα ή κεκλιμένα, εφόσον το επίπεδο του ρ. είναι, αντίστοιχα, κατακόρυφο ή κεκλιμένο. Αν η στέγη ενός κεκλιμένου ρ. έχει κατεβεί χαμηλότερα ως προς το τοίχωμα, το ρ. ονομάζεται κανονικό, ενώ αντίθετα, αν έχει ανεβεί ως προς το τοίχωμα, αντίστροφο. «Άλμα ρ.» λέγεται το πλάτος της διαφοράς των δύο επιφανειών του στρώματος που μετακινήθηκε κατά τη διάρρηξη. Όταν τα στρώματα που έχουν διαρραγεί, μετακινηθούν κατά μήκος της επιφάνειας διαχωρισμού και παρουσιάσουν επομένως διαφορά επιφάνειας, το ρ. αυτό λέγεται μετάπτωση. Υπάρχουν οριζόντιες μεταπτώσεις, κεκλιμένες, ανάστροφες κλπ. Μερικές φορές η μετακίνηση ενός τεμάχους γίνεται χωρίς να συμβεί διάρρηξη του στρώματος που υποχωρεί, οπότε έχουμε μετάκλιση, που μπορεί όμως, αν η κίνηση συνεχιστεί, να καταλήξει σε ρ. H έντονη προστριβή των δύο χειλέων, η οποία συνοδεύει τον σχηματισμό ενός ρ., μπορεί να προκαλέσει θραύση της μάζας των πετρωμάτων που βρίσκονται πλησιέστερα στο επίπεδο του ρ.: τα θραύσματα των πετρωμάτων που προκύπτουν ονομάζονται λατύπες τριβής, και εφόσον ανασυγκολληθούν δίνουν γένεση σε ειδικά πετρώματα, που λέγονται πετρώματα κατάκλασης ή λατυποπαγή τριβής. Κατά την προστριβή αυτή των χειλέων δημιουργείται επίσης πολλές φορές μια λεία επιφάνεια, που ονομάζεται κάτοπτρο του ρ. Τα ρ. δεν βρίσκονται συνήθως μεμονωμένα, αλλά κατά ομάδες και σχηματίζουν συστήματα ή δέσμες (ή πεδία διαρρήξεων), που μπορεί να είναι παράλληλες, κλιμακωτής διάταξης ή να διασταυρώνονται μεταξύ τους. Προκύπτει ότι η κατάτμηση της περιοχής που υφίστανται τη ρηγμάτωση, σε «τεκτονικά τεμάχη». Παράδειγμα κλιμακωτής εγκατακρήμνισης είναι ο Ισθμός της Κορίνθου, όπου τα ρ. έχουν αμφίπλευρη διάταξη. Μπορεί να συμβεί απομόνωση ανάμεσα σε δύο κλιμακωτά ρ. ενός «τεκτονικού κέρατος», δηλαδή ενός τεμάχους περισσότερο ανυψωμένου ως προς όλα τα γειτονικά: κλασικό παράδειγμα είναι η Χερσόνησος του όρους Σινά. Αντίθετη περίπτωση αποτελεί η «τεκτονική τάφρος», που είναι η καταβύθιση ενός στρώματος, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα παράλληλα ρ. ή συστήματα κλιμακωτών ρ.: τυπικό παράδειγμα του φαινομένου αυτού είναι η κοιλάδα του Ρήνου, μεταξύ Βασιλείας και Μάιντς, μήκους 300 χλμ. και πλάτους 30-40 χλμ. Τάφροι εγκατακρήμνισης είναι επίσης η Νεκρά Θάλασσα, η Ταγκανίκα κλπ. Η μελέτη των ρ. έχει μεγάλη σημασία για την έρευνα των μεταλλευμάτων. Πράγματι, τα ρ. μπορούν να διακόψουν τη συνέχεια ενός κοιτάσματος, δημιουργώντας δυσκολίες στις ερευνητικές εργασίες καθώς και στην εκμετάλλευσή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρουσία τους μπορεί, αντίθετα, να είναι ευεργετική: π.χ. στον τομέα των υδρογονανθράκων, όταν μια συγκέντρωση αερίων ή πετρελαίου γίνεται δυνατή, χάρη στην παρουσία ενός ρ., που έφερε σε επαφή αδιαπέρατα πετρώματα με τα αποθέματα αυτά, εμποδίζοντας τον διασκορπισμό τους. Ρήγμα παγετώνα Ρήγμα στο Ελ Σαλβαδόρ που δημιουργήθηκε από σεισμό (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / ῥῆγμα, ΝΑ
1. το μέρος όπου διακόπτεται η συνέχεια ενός σώματος, ρωγμή, χάσμα
2. (σχετικά με γη) βάραθρο, χαράδρα («περὶ τοὺς κρημνοὺς καὶ τὰ ῥήγματα τῆς γῆς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αστρον. χαρακτηρισμός τών διαφόρων κοιλάδων ή τάφρων που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής Σελήνης
2. γεωλ. διάρρηξη στα πετρώματα τού στερεού φλοιού τής Γης, όπου συμπιεστικές ή εφελκυστικές δυνάμεις προκαλούν τη σχετική μετακίνηση τών τεμαχών που βρίσκονται από τη μια και από την άλλη πλευρά τής διάρρηξης
3. φρ. α) «ίχνος τού ρήγματος»
γεωλ. η τομή της επιφάνειας διάρρηξης με την εδαφική επιφάνεια
β) «μέτωπο τού ρήγματος
γεωλ. ο κρημνός που σχηματίζεται από ένα τέμαχος ανυψωμένο κατά 1-10 μέτρα, το οποίο διευθύνεται κατά μήκος τού ίχνους τού ρήγματος
γ) «κανονικά ρήγματα» ή «ρήγματα βαρύτητας»
γεωλ. ρήγματα που παράγονται από κατακόρυφη συμπίεση κατά την οποία ο στερεός φλοιός τής Γης επιμηκύνεται ή διευρύνεται
δ) «ρήγματα εφίππευσης»
γεωλ. ρήγματα που προκαλούνται από οριζόντιες συμπιεστικές δυνάμεις, οι οποίες οφείλονται σε σμίκρυνση ή συστολή τού στερεού φλοιού τής Γης
ε) «οριζόντια ρήγματα» ή «πλευρικά ρήγματα»
γεωλ. ρήγματα που οφείλονται επίσης σε οριζόντια συμπίεση, αλλά με την ευκολότερη απομάκρυνση σε οριζόντια διεύθυνση, σχεδόν παράλληλα προς τη συμπιεστική δύναμη
στ) «ρήγματα μετασχηματισμού»
γεωλ. τύπος οριζόντιων ρηγμάτων, οι μετακινήσεις τών οποίων σχημάτισαν κατά το πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν τον στερεό φλοιό τών ωκεάνιων λεκανών
4. μτφ. διχασμός, διάσπαση, ρήξη («επήλθε ρήγμα στο κόμμα»)
αρχ.
1. σχίσιμο υφάσματος
2. (σχετικά με σωματικό τραύμα) κόψιμο, σχίσιμο ή σπάσιμο, κάταγμα («ῥῆγμά ἐστι μεταγωγὴ ὀστοῡ ἢ -ὀστῶν ἐκ τοῡ βάθους εἰς τὴν ἐπιφάνειαν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- τού ῥήγνυμι* + κατάλ. -μα (πρβλ. πλῆγ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥῆγμα — breakage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήγμα — το, ατος ρωγμή, ράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • παραρρήγνυμι — και παραρρηγνύω Α 1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης 2. παθ. παραρρήγνυμαι διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα 3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.) 4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» φωνή σπασμένη… …   Dictionary of Greek

  • πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… …   Dictionary of Greek

  • ρηγματικός — ή, ό, Ν [ρήγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήγμα 2. φρ. «ρηγματική ζώνη» (γεωλ. ωκεαν.) επιμήκης στεγνή και ορεινή υποθαλάσσια διάταξη που διαχωρίζει, γενικά, τις ράχες τού ωκεάνιου πυθμένα οι οποίες διαφέρουν σε βάθος μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”